Πίνακας Η ΑΝΟΙΞΗ. Τέμπερα σε γκοφρέ χαρτόνι. 80Χ50. Μπουνιές όχι απλά χτυπήματα τούτα τα λόγια στο στομάχι του κάθε Έλληνα. Μα μήπως τα πήρε κανένας σοβαρά; Μήπως αλλάξαμε καθόλου από τότε; Μια καρναβαλίστικη στολή εξευρωπαϊσμού βάλαμε, ντυθήκαμε «μπούλες» να καμουφλάρουμε το αιώνιο μας το χάλι. Μέχρι που βγάλαμε τη μάσκα μόνοι μας, κι όλοι μας πήρανε χαμπάρι. Εκείνο που μας μαθαίνανε να τραγουδάμε στο σχολείο, και στο στρατό αργότερα - η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει – μάλλον έπρεπε να λέει η Ελλάδα ποτέ δεν αλλάζει. Κι αυτά που κατά καιρούς ακούγονται για «επανίδρυση του κράτους»; Το πιο σύντομο ανέκδοτο όλων των εποχών. Ξέρω. Έλα, εντάξει κόφτο ρε Καστρινέ θα πείτε. Πας πάλι να μας χαλάσεις τη διάθεση Αποκριάτικα. Πες κάτι χαρούμενο κι αισιόδοξο καμιά φορά! Ο καιρός φταίει που πάλι χάλασε αδέρφια, και δίστασα για να κατέβω καφενείο. Μόνο αν μπει για τα καλά η Άνοιξη και φτιάξει ο κολόκαιρος, μας βλέπω να σωνόμαστε. Πάνω σ΄αυτή τη προσμονή λοιπόν είναι γραμμένο και το παρακάτω ποίημα. Ο ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΟΣ. Άντε να μπει η Ανοιξη μπας και ξελαμπικάρω μπροστά να πάρει το μυαλό να δει πιο καθαρά, να ισιώσει και κάνα στραβό όπως εγώ γουστάρω και πρόσωπο Θεού να δω κι εγώ έστω μια φορά. Να πίνω τα ουζάκια μου σ΄ ωραίες παραλίες τσίπουρο με γλυκάνισο μέχρι που να μεθύσω, να ξεφτιλίσω γκαντεμιές και παλιοσυγκυρίες και τα κολοπροβλήματα πίσω λίγο ν’ αφήσω. Άντε να 'ρθει η Άνοιξη κι ύστερα καλοκαίρι να πίνω τα μπυρόνια μου κάτω από την ομπρέλα, και επιτέλους μια φορά να’χω το επάνω χέρι κι ολημερίς ν’ αναφωνώ: παιδιά ζήτω η τρέλα. Να πιάνω στο αγκίστρι μου τσιπούρες και μπαλάδες στου ανέμου τα φυσήματα να αναπνέω αλάτι, κι όταν προκύπτουν ξαφνικά απρόοπτοι μπελάδες γραμμένα όλα στ’ αποκρυφα,να τους γυρίζω πλάτη. Καστρινός. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου